ἡλιῶδες

ἡλιῶδες
ἡλιώδης
masc/fem voc sg
ἡλιώδης
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοειδής — ές, ΝΜΑ, και χρυσειδής Α όμοιος με χρυσό αρχ. το ουδ. ως ουσ. το χρυσοειδές χρώμα που χρυσίζει («τὸ χρυσοειδὲς γίνεται, ὅταν τὸ ξανθὸν καὶ τὸ ἡλιῶδες πυκνωθὲν ἰσχυρῶς στίλβῃ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”